καστορίζω: Difference between revisions

19
(6_8)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καστορίζω''': ἔχω τὴν ὀσμὴν καστορίου, Διοσκ. 2. 10.
|lstext='''καστορίζω''': ἔχω τὴν ὀσμὴν καστορίου, Διοσκ. 2. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[καστορίζω]] (Α) [[κάστωρ]]<br />[[μοιάζω]] σε [[κάτι]] με κάστορα («καστορίζειν τῇ ὀσμῇ», <b>Διοσκ.</b>).
}}
}}