κατάδημα: Difference between revisions

19
(6_21)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάδημα''': τό, [[λέξις]] ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.
|lstext='''κατάδημα''': τό, [[λέξις]] ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάδημα]], τὸ (Α) [[καταδέω]] (Ι)]<br />[[διάδημα]], [[ταινία]] κεφαλιού.
}}
}}