καταβρώθω: Difference between revisions

19
(6_14)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβρώθω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[καταβιβρώσκω]], Βαβρ. [[μέρος]] 2. 67, 18· πρβλ. [[βεβρώθοις]] ἐν Ἰλ. Δ. 35.
|lstext='''καταβρώθω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[καταβιβρώσκω]], Βαβρ. [[μέρος]] 2. 67, 18· πρβλ. [[βεβρώθοις]] ἐν Ἰλ. Δ. 35.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταβρώθω]] (Α)<br />[[κατατρώγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για υποχωρητικό σχηματισμό από τον παθ. αόρ. <i>κατ</i>-<i>ε</i>-<i>βρώ</i>-<i>θην</i> του <i>κατα</i>-<i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐ</i>-<i>κλώσ</i>-<i>θην</i>: [[κλώθω]].
}}
}}