καταγεύομαι: Difference between revisions

19
(6_5)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]], καταγεύεσθαι τοῦ βάθους Χειρουργ. Ἀρχ. σ. 94. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., καταγευσθείς· «τῇ γεύσει νικηθεὶς» Φώτιος.
|lstext='''καταγεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]], καταγεύεσθαι τοῦ βάθους Χειρουργ. Ἀρχ. σ. 94. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., καταγευσθείς· «τῇ γεύσει νικηθεὶς» Φώτιος.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγεύομαι]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «καταγευσθείς<br />τῇ γεύσει νικηθείς»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] με τη [[γεύση]], [[γεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]].
}}
}}