κατακρούω: Difference between revisions

m
Text replacement - "Geräth" to "Gerät"
(19)
m (Text replacement - "Geräth" to "Gerät")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakroyo
|Transliteration C=katakroyo
|Beta Code=katakrou/w
|Beta Code=katakrou/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">knock</b>, τι ἐς τρύπημα <span class="title">Gp.</span>10.61. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">make narrow incisions</b> or '<b class="b2">stabbings</b>', <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ulc.</span>24</span>, <span class="bibl">25</span>, <span class="bibl"><span class="title">Medic.</span>7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">beat copper pans</b>, etc., in order to entice bees, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>843e</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> in Archit. perh., = [[διακρούω]], <span class="title">IG</span> 7.4255.14.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[knock]], τι ἐς τρύπημα ''Gp.''10.61.<br><span class="bld">2</span> [[make narrow incisions]] or '[[stabbings]]', Hp.''Ulc.''24, 25, ''Medic.''7.<br><span class="bld">3</span> [[beat copper pans]], etc., in order to entice bees, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''843e.<br><span class="bld">4</span> in Archit. perhaps, = [[διακρούω]], ''IG'' 7.4255.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] (s. [[κρούω]]), herunter-, niederschlagen, Hippocr. u. Sp.; mit einer Lanzette zerschlagen, die Haut schröpfen; bei Plat. Legg. VIII, 843 e von Bienen, ἐὰν ἐσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις, τῇ τῶν μελιττῶν ἡδονῇ ξυνεπόμενος καὶ κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται, die man durch das Schlagen kupferner Geräthe von einem Orte fort u. an sich lockt. – Bei Sp. betäuben, Poll. 8, 154.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] (s. [[κρούω]]), herunter-, niederschlagen, Hippocr. u. Sp.; mit einer Lanzette zerschlagen, die Haut schröpfen; bei Plat. Legg. VIII, 843 e von Bienen, ἐὰν ἐσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις, τῇ τῶν μελιττῶν ἡδονῇ ξυνεπόμενος καὶ κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται, die man durch das Schlagen kupferner Geräte von einem Orte fort u. an sich lockt. – Bei Sp. betäuben, Poll. 8, 154.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κρούω naar zich toe lokken (door getrommel). geneesk. een insnijding maken.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακρούω:''' [[стуком сманивать к себе]] (чужих пчел) Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακρούω''': κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐμπηγνύω, τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- [[σχάζω]], τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., [[ὅπως]] προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου [[δελεάζω]] καὶ πρὸς ἐμαυτὸν [[ἕλκω]], ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η', 154· συνώνυμ. τοῦ καταθορυβεῖν.
|lstext='''κατακρούω''': κρούων ὠθῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐμπηγνύω, τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον Γεωπ. 10. 61· κ. τὸν λίθον μολύβδῳ ἢ λίθῳ Ἐπιγρ. Didenb. 542, 14. 2) κτυπῶν συμπυκνώνω, κτυπῶ δυνατά, ταῖς σπάθαις τὰ ὕφη Ἡσύχ.·- [[σχάζω]], τὰ οἰδήματα βαθύτερα καὶ πυκνότερα κατ. Ἱππ. 188G. 3) κτυπῶ χάλκινα σκεύη, κτλ., [[ὅπως]] προσελκύσω μελίσσας (καὶ σφετερισθῶ αὐτάς), διὰ τοῦ κρότου [[δελεάζω]] καὶ πρὸς ἐμαυτὸν [[ἕλκω]], ἐὰν τοὺς ἐσμοὺς τοὺς ἀλλοτρίους… κατακρούων [[οὕτως]] οἰκειῶται Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 4) πολὺ κροτῶ, ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι Βασίλ. παρὰ Πολυδ. Η', 154· συνώνυμ. τοῦ καταθορυβεῖν.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και κατακρούγω (AM [[κατακρούω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πληγώνω]] ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας [[συχνά]] τσὴ κατακρούγει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κατακρούγει η [[ημέρα]]» — φθάνει η [[μέρα]] (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br />β) «στα [[βάθη]] [[κατακρούω]]» — γκρεμίζομαι στο [[βάραθρο]] (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br />γ) «[[κατακρούω]] πόρτα» — [[χτυπώ]] την πόρτα (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[πλήττω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτυπώ]] και [[σπρώχνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[κάτω]] («τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχίζω]] το [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] χάλκινα σκεύη για να προσελκύσω μέλισσες<br /><b>3.</b> [[κάνω]] υπερβολικό θόρυβο, [[ξεκουφαίνω]] («τοῑς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι»)<br /><b>4.</b> [[διακρούω]].
|mltxt=και κατακρούγω (AM [[κατακρούω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πληγώνω]] ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας [[συχνά]] τσὴ κατακρούγει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κατακρούγει η [[ημέρα]]» — φθάνει η [[μέρα]] (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br />β) «στα [[βάθη]] [[κατακρούω]]» — γκρεμίζομαι στο [[βάραθρο]] (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br />γ) «[[κατακρούω]] πόρτα» — [[χτυπώ]] την πόρτα (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[πλήττω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτυπώ]] και [[σπρώχνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[κάτω]] («τὸ [[πρέμνον]] πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχίζω]] το [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] χάλκινα σκεύη για να προσελκύσω μέλισσες<br /><b>3.</b> [[κάνω]] υπερβολικό θόρυβο, [[ξεκουφαίνω]] («τοῖς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι»)<br /><b>4.</b> [[διακρούω]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[golpear]] λήμψει τὴν σφῦραν καὶ κατακρούσεις εἰς τὸν ὀφθαλμόν, κρούων καὶ λέγων <b class="b3">tomarás el martillo y golpearás en el ojo, diciendo mientras golpeas</b> SM 86 fr.A.2.2
}}
}}