κατατομή: Difference between revisions

19
(T22)
(19)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κατατομης, ἡ (from [[κατατέμνω]] (cf. [[κατά]], III:4) to [[cut]] up, [[mutilate]]), [[mutilation]] (Latin concisio): [[περιτομή]] [[which]] follows in [[ἀποκόπτω]].
|txtha=κατατομης, ἡ (from [[κατατέμνω]] (cf. [[κατά]], III:4) to [[cut]] up, [[mutilate]]), [[mutilation]] (Latin concisio): [[περιτομή]] [[which]] follows in [[ἀποκόπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κατατομή]]) [[κατατέμνω]]<br />η από τα [[πλάγια]] όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το [[προφίλ]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κατά]] [[πρόσωπο]] όψη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[οικοδόμημα]], [[κόσμημα]], [[σκεύος]] <b>κ.λπ.</b>) κατακόρυφη [[τομή]] που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα μέρη του όλου («[[κατατομή]] αεροσκάφους»)<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η πραγματοποιούμενη σε κάποιο [[σώμα]] κάθετη [[προς]] θεωρούμενο άξονα [[τομή]], αλλ. [[διατομή]]<br /><b>3.</b> <b>στρατ.</b> [[σχεδιάγραμμα]] που παριστάνει την από κατακόρυφο επίπεδο [[τομή]] ενὸς οχυρώματος σε ορισμένο [[σημείο]] του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>(γεωμ.)</b> α) «επίπεδο κατατομής» — επίπεδο βοηθητικό προβολικό, που [[είναι]] κάθετο [[προς]] τα δύο προβολικά επίπεδα και [[επομένως]] [[προς]] τη [[γραμμή]] εδάφους<br />β) «[[ευθεία]] κατατομής» — κεκλιμένη [[ευθεία]] που κείται στο βοηθητικό επίπεδο κατατομής ή [[είναι]] παράλληλη σε αυτό<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]], [[κομμάτι]]<br /><b>2.</b> η διοικητική [[διαίρεση]], ο [[τρόπος]] της διοίκησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τέλεια [[τομή]], αυλακωτή [[εντομή]], δηλ. [[τομή]] από τα άνω [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> [[μέρος]] του αρχαίου θεάτρου, το [[διάζωμα]] ή η [[ορχήστρα]]<br /><b>3.</b> [[επιφάνεια]] βράχου ή σκοπέλου<br /><b>4.</b> [[ακρωτηριασμός]] («βλέπετε τὴν κατατομήν<br />ἡμεῑς γάρ ἐσμεν ἡ [[περιτομή]]», ΚΔ).
}}
}}