κατοικτείρω: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κατοικτίρω]].
|btext=v. [[κατοικτίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατοικτείρω]] και κατοικτίρω (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[ευσπλαγχνίζομαι]] κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τον τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] [[συμπάθεια]], [[συμπαθώ]] («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» — να ρωτήσει με [[συμπάθεια]], <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἰκτείρω]] «[[ευσπλαγχνίζομαι]], [[λυπάμαι]]»].
}}
}}