κατονομάζω: Difference between revisions

20
(6_5)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατονομάζω''': δι’ ὀνόματος [[διακρίνω]], τῆς εὐωδίας καὶ κακωδίας [[οὐκέτι]] τὰ εἴδη κατωνόμασται Θεοφρ. π. Ὀσμ. 2· τινί, [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, Φίλων (;)· ἢ ἀπό τινος κατονομάζειν τινὰ Στράβ. 604.- Παθ., ζωμὸς κατωνόμασται Ἀναξανδρ. ἐν «’Οδ.» 2. 5, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 12· ἐκδηλοῦμαι εἰς λέξεις, Ἀρχιμήδ. π. Ψαμμίτου. II. ὑπισχνοῦμαι, κατεγγυῶ, [[μνηστεύω]], [[ἀρραβωνίζω]], Πολύβ. 5. 43, 1· διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. «[[τᾶλις]], ἡ [[μελλόγαμος]] [[παρθένος]] καὶ κατωνομασμένη τινί»· πρὸς δὲ ἀφιερῶ, Διον. Ἁλ. 1. 16, κτλ.
|lstext='''κατονομάζω''': δι’ ὀνόματος [[διακρίνω]], τῆς εὐωδίας καὶ κακωδίας [[οὐκέτι]] τὰ εἴδη κατωνόμασται Θεοφρ. π. Ὀσμ. 2· τινί, [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, Φίλων (;)· ἢ ἀπό τινος κατονομάζειν τινὰ Στράβ. 604.- Παθ., ζωμὸς κατωνόμασται Ἀναξανδρ. ἐν «’Οδ.» 2. 5, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 12· ἐκδηλοῦμαι εἰς λέξεις, Ἀρχιμήδ. π. Ψαμμίτου. II. ὑπισχνοῦμαι, κατεγγυῶ, [[μνηστεύω]], [[ἀρραβωνίζω]], Πολύβ. 5. 43, 1· διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. «[[τᾶλις]], ἡ [[μελλόγαμος]] [[παρθένος]] καὶ κατωνομασμένη τινί»· πρὸς δὲ ἀφιερῶ, Διον. Ἁλ. 1. 16, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κατονομάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου<br /><b>2.</b> [[καταγγέλλω]] κάποιον ονομαστικά, [[αναφέρω]] το όνομα [[αυτού]] που [[καταγγέλλω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]] («Ὅμηρον δ' ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῑ [[Ποσειδώνιος]] τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μυσοὺς κατονομάζειν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατονομάζομαι</i><br />α) (για αριθμούς) [[είμαι]] εκφρασμένος με επιστημονικούς όρους<br />β) μνηστεύομαι, αρραβωνιάζομαι («γυναῑκα τῷ βασιλεῑ κατωνομασμένην», <b>Πολ.</b>)<br />γ) αφιερώνομαι στον θεό<br />δ) (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ κατωνομασμένα</i><br />τα αναφερθέντα.
}}
}}