κατευθύνω: Difference between revisions

20
(T22)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[κατευλογέω]]) [[imperfect]] 3rd [[person]] [[singular]] κατευλόγει (T WH) and κατηυλογει (Tr) (cf. [[εὐδοκέω]], at the [[beginning]]); to [[call]] [[down]] blessings on: τινα, T Tr WH. ([[Plutarch]], amator. 4.)  
|txtha=([[κατευλογέω]]) [[imperfect]] 3rd [[person]] [[singular]] κατευλόγει (T WH) and κατηυλογει (Tr) (cf. [[εὐδοκέω]], at the [[beginning]]); to [[call]] [[down]] blessings on: τινα, T Tr WH. ([[Plutarch]], amator. 4.)  
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατευθύνω]])<br />[[ασκώ]] κυριαρχική [[επιβολή]] σε κάποιον, τὸν [[επηρεάζω]] στις ενέργειές του, [[διευθύνω]], [[καθοδηγώ]] (α. «η [[λογική]] [[πρέπει]] να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς [[φύσεις]] τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατευθύνομαι</i><br />α) κινούμαι [[προς]], [[ακολουθώ]] [[πορεία]] [[προς]] (α. «η [[πομπή]] κατευθύνθηκε [[προς]] τη [[μητρόπολη]]» β. «το [[διαστημόπλοιο]] κατευθύνεται [[προς]] τον πλανήτη Άρη»)<br />β) [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]], έχω κάποιο σκοπό που [[προσπαθώ]] να πραγματώσω («κατευθύνεται στο πολιτικό [[στάδιο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κατευθυνόμενη [[κεραία]]» — η [[κεραία]] που έχει [[κατευθυντικότητα]]<br />β) «κατευθυνόμενη [[εκπομπή]]» — η [[εκπομπή]] που παρουσιάζει [[κατευθυντικότητα]]<br />γ) «κατευθυνόμενο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που κατευθύνεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα από [[άλλο]] [[πλοίο]]<br /><b>μσν.</b><br />αναφέρομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ευθύ]], ίσιο, [[φέρνω]] ή [[κρατώ]] [[κάτι]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]] («κατευθύνειν τὴν πτῆσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τακτοποιώ]], [[διορθώνω]]<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] λόγο από κάποιον, [[καταδικάζω]], [[τιμωρώ]] κάποιον («κατευθύνειν αὐτοῡ τὸν εὔθυνον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (και με εχθρ. διάθ.) διευθύνομαι [[κατευθείαν]] [[προς]] [[κάτι]] («κατευθύνοντα τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]]<br /><b>6.</b> [[επιτυγχάνω]] σε κάποια ενέργειά μου («καὶ οὐ κατεύθυνεν τοῡ λαλῆσαι [[οὕτως]]», ΠΔ)<br /><b>7.</b> [[υποστηρίζω]]<br /><b>8.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>κατευθύνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[ευθύς]], [[δίκαιος]] («εὐχαὶ δὲ κατευθυνόντων δεκταὶ παρ' αὐτῷ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὐθύνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[εὐθύς]])].
}}
}}