κεάνωθος: Difference between revisions

20
(6_14)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεάνωθος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 6.
|lstext='''κεάνωθος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 6.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεάνωθος]] και [[κεάνωνος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ραμνίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[είδος]] αγκαθιού.
}}
}}