κελευστός: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κελευστός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br />αυτός που εκτελείται ύστερα από [[διαταγή]], αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παραγγελία]] («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' [[ἑκούσιος]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}