κέγχρινος: Difference between revisions

20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέγχρῐνος''': -η, -ον, ἐκ κέγχρου παρεσκευασμένος, κ. [[ἄλευρον]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.·- ἡ κεγχρίνη, [[ἕψημα]]. [[πόλτος]], «σοῦπα» ἐκ κέγχρου, Ἡσύχ.
|lstext='''κέγχρῐνος''': -η, -ον, ἐκ κέγχρου παρεσκευασμένος, κ. [[ἄλευρον]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.·- ἡ κεγχρίνη, [[ἕψημα]]. [[πόλτος]], «σοῦπα» ἐκ κέγχρου, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέγχρινος]], -ίνη, -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κεχρί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κεχρίνη</i><br />[[σούπα]] από [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], -<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>, <i>σάρκ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}