κεντρηνεκής: Difference between revisions

20
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές: goaded on. (Il.)
|auten=ές: goaded on. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[κεντρηνεκής]], -ές (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ηνεκής]]. Το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε τ. -<i>ενεκ</i>-<i>ής</i>, στον οποίο απαντά το [[θέμα]] τών <i>ἐνεγκεῖν</i>, [[ἐνεχθῆναι]] με [[τροπή]] του αρχικού -<i>ε</i>- σε -<i>η</i>- λόγω της εκτάσεως εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[ηνεκής]], <i>δουρ</i>-[[ηνεκής]])].
}}
}}