3,274,216
edits
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερκέτης''': -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον [[ὅπως]] κρατῇ ἰσόρροπον τὸ [[πλοῖον]] κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ [[δελφὶς]] ὁ καλούμενος [[κερκέτης]] ἔστι [[μηχάνημα]] σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς [[ὅταν]] ᾖ [[ἄνεμος]] πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν [[πηδάλιον]]. ἀπὸ τῶν εὑρόντων». | |lstext='''κερκέτης''': -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον [[ὅπως]] κρατῇ ἰσόρροπον τὸ [[πλοῖον]] κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ [[δελφὶς]] ὁ καλούμενος [[κερκέτης]] ἔστι [[μηχάνημα]] σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς [[ὅταν]] ᾖ [[ἄνεμος]] πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν [[πηδάλιον]]. ἀπὸ τῶν εὑρόντων». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κερκέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ναυτ.) [[είδος]] μικρής άστυπης άγκυρας με [[τρεις]] όνυχες που χρησιμοποιείται [[συνήθως]] σε λέμβους, για [[αγκυροβολία]] ή και για [[ανάσυρση]] αντικειμένων από τον βυθό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάρος]] που κρεμούσαν στην προσήνεμη [[πλευρά]] του πλοίου, όταν φυσούσε [[σφοδρός]] [[άνεμος]], για να μετριάζεται η [[κλίση]] του πλοίου<br /><b>2.</b> μικρό [[πηδάλιο]], από την ονομ. του ινδικού φύλου τών Κερκιτών, οι οποίοι το επινόησαν και το χρησιμοποιούσαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κέρκος]]. | |||
}} | }} |