κερχαλέος: Difference between revisions

20
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερχᾰλέος''': -α, -ον, [[σκληρός]], [[ξηρός]], [[τραχύς]], βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος.
|lstext='''κερχᾰλέος''': -α, -ον, [[σκληρός]], [[ξηρός]], [[τραχύς]], βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερχαλέος]], ή [[κερχναλέος]], -α, -ον (Α)<br />[[τραχύς]], [[ξερός]], [[βραχνός]] («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Β. λ. [[κέρχνος]]).
}}
}}