3,258,372
edits
(T22) |
(20) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κήπου, ὁ ([[thought]] to be [[allied]] [[with]] [[σκάπτω]], Latin campus, etc.), from [[Homer]] [[down]], the Sept. for גִּנָּה, גַּנָּה, גַּן; a [[garden]]: BB. DD., [[under]] the [[word]] <TOPIC:Garden>.) | |txtha=κήπου, ὁ ([[thought]] to be [[allied]] [[with]] [[σκάπτω]], Latin campus, etc.), from [[Homer]] [[down]], the Sept. for גִּנָּה, גַּנָּה, גַּן; a [[garden]]: BB. DD., [[under]] the [[word]] <TOPIC:Garden>.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κῆπος]], Α δωρ. τ. κᾱπος)<br />[[περίφρακτος]] [[τόπος]] όπου καλλιεργούνται ευγενή ή διακοσμητικά ή εδώδιμα φυτά, δέντρα, [[άνθη]] και [[λαχανικά]], [[περιβόλι]] (α. «το [[σπίτι]] τους έχει έναν πολύ μεγάλο κήπο» β. «ὁμοία ἐστί κόκκῳ σινάπεως, ὃv λαβὼν [[ἄνθρωπος]] ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῡ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[βοτανικός]] [[κήπος]]» — επιστημονικό [[ίδρυμα]] και [[κήπος]] στον οποίο υπάρχουν και μελετώνται από επιστήμονες συλλογές ζωντανών [[φυτών]] που καλλιεργούνται σε [[φυσικό]] [[περιβάλλον]] ή σε θερμοκήπια<br />β) «Εθνικός Κήπος»<br />([[γνωστός]] [[άλλοτε]] και ως Βασιλικός Κήπος, [[γιατί]] επί βασιλείας Όθωνος και Γεωργίου Α' ήταν ο [[κήπος]] τών ανακτόρων) ο καλύτερα συντηρούμενος [[δημόσιος]] [[κήπος]] της Αθήνας, ο [[οποίος]] βρίσκεται στο [[κέντρο]] της πόλης, έχει [[έκταση]] 175 [[περίπου]] στρέμματα, περιλαμβάνει πολλών ειδών φυτά, [[καθώς]] και μερικές προτομές και ένα ηλιακό [[ρολόι]]<br />γ) «[[ζωολογικός]] [[κήπος]]» — [[χώρος]] με ειδικές εγκαταστάσεις για τη [[διαβίωση]] σπάνιων ή άγριων ζώων<br />δ) «κρεμαστοί κήποι» — οι κήποι που αποτελούνται από ανισόπεδα τμήματα [[κατά]] κλίμακες<br />ε) «οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος»<br />([[κατά]] την [[παράδοση]]) [[τεχνητός]] [[λόφος]] με κατάφυτα επίπεδα υψωμένος [[πάνω]] σε μια θολωτή [[κατασκευή]], τον οποίο θεωρούσαν ως ένα από τα [[επτά]] θαύματα του κόσμου<br />στ) «[[παιδικός]] [[κήπος]]» — [[νηπιαγωγείο]] με κήπο, όπου φοιτούν [[παιδιά]] προσχολικής ηλικίας<br />ζ) «[[σχολικός]] [[κήπος]]» — [[κήπος]] προσαρτημένος σε [[σχολείο]], που καλλιεργείται από τους μαθητές για παιδαγωγικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[χώρα]] πλούσια σε [[καλλιέργεια]] και [[παραγωγή]] (α. «αμφὶ κᾱπον Ἀφροδίτης ἀειδόμενον» — η [[Κυρήνη]], <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[κῆπος]] Εὐβοίας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ποίηση]]) [[χώρος]] [[ανθοστόλιστος]] («ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾱπον» — καρπώνομαι τον εξαίρετο χώρο τών Χαρίτων, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο περιφραγμένος [[χώρος]] [[ὅπου]] γίνονταν οι Ολυμπιακοὶ αγώνες («ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾱπος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είδος]] κοψίματος και διακοσμήσεως τών μαλλιών<br /><b>5.</b> το [[εφήβαιο]] τών [[γυναικών]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «Διὸς κῆποι»<br />i) η [[Λιβύη]]<br />ii) ο [[ουρανός]]<br />β) «οἱ ἀπὸ τῶν κήπων» — οι μαθητές του Επικούρου, ο [[οποίος]] δίδασκε σε κήπο<br />γ) «Ἀδώνιδος κῆποι» — φυτά που φυτεύονταν [[κατά]] τις εορτές τών Αδωνίων και που ξεραίνονταν σε λίγες μέρες, [[επειδή]] ήταν ακατάλληλη η [[εποχή]]<br />η φρ. λέγεται για πρόσκαιρα, εφήμερα πράγματα<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «οἱ Ταντάλου κῆποι» — για μάταιη [[ηδονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ā</i><i>p</i>- «[[κομμάτι]] γης, [[οικόπεδο]]», [[οπότε]] συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>huoba</i> «[[κήπος]]», αρχ. σαξ. <i>h</i><i>ō</i><i>ba</i> «[[κομμάτι]] γης», νέο άνω γερμ. <i>Hufe</i>, <i>Hube</i> «[[κομμάτι]] γης, [[πλέθρο]]», ολλ. <i>hoere</i> «αγροτικό [[κτήμα]]», αλβ. <i>kopshte</i> «[[κήπος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηπαίος]], [[κηπεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηπάδιον]], [[κήπειος]], [[κηπεύς]], [[κηπίδες]], [[κηπίον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κηπίδιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κηπούλι]], <i>κηπούριν</i> <b>νεοελλ.</b> [[κηπάκι]], [[κηπάριο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κηποκόμος]], [[κηπουρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηποκόμας]], [[κηπολαχανία]], [[κηπολάχανον]], [[κηπολόγος]], [[κηποπαράδεισος]], [[κηπόταφος]], [[κηποτύραννος]], [[κηπουργία]], [[κηπωρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κηποποιία]], [[κηπουργώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κηποπότισμα]], <i>κηποφυλαξ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηπομανής]], [[κηπομανία]], [[κηπόπολη]]. (Β' συνθετικό) [[αγρόκηπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αλεξίκηπος</i>, [[μανιόκηπος]], [[περίκηπος]], [[φιλόκηπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκιναρόκηπος]], [[άκηπος]], [[αμπελόκηπος]], [[ανθόκηπος]], <i>βυσσινόκηπος</i>, [[δενδρόκηπος]], [[λαχανόκηπος]], <i>λουλουδόκηπος</i>, <i>ξερόκηπος</i>, [[ροδόκηπος]]]. | |||
}} | }} |