κιονικός: Difference between revisions

20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑονικός''': -ή, -όν, ([[κίων]]) ἀνήκων εἰς κίονα, Εὐστάθ. 1390. 18. ΙΙ. ([[κίων]] ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἐπίνοσον τὴν σταφυλήν, Γαλην. 14. 509.
|lstext='''κῑονικός''': -ή, -όν, ([[κίων]]) ἀνήκων εἰς κίονα, Εὐστάθ. 1390. 18. ΙΙ. ([[κίων]] ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἐπίνοσον τὴν σταφυλήν, Γαλην. 14. 509.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιονικός]], -ή, -όν (Μ) [[κίων]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κίονα.
}}
}}