κινναβάρινος: Difference between revisions

20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιννᾰβάρινος''': -η, -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κιννάβαρι]], [[ἐρυθρός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Ἀθήν. 390Β.
|lstext='''κιννᾰβάρινος''': -η, -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κιννάβαρι]], [[ἐρυθρός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Ἀθήν. 390Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κινναβάρινος]], -ίνη, -ον) [[κιννάβαρι]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κινναβάρεως, ο [[ερυθρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[βαμμένος]] με [[κιννάβαρι]].
}}
}}