κιναχύρα: Difference between revisions

20
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑνᾰχύρα''': ἡ, [[εἶδος]] σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολ.: «[[κιναχύρα]], [[ὄνομα]] δούλης».
|lstext='''κῑνᾰχύρα''': ἡ, [[εἶδος]] σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολ.: «[[κιναχύρα]], [[ὄνομα]] δούλης».
}}
{{grml
|mltxt=[[κιναχύρα]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το [[αλεύρι]].
}}
}}