κλήθρα: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />aune, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ας (ἡ) :<br />aune, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σκλήθρα]] και κλέθρα, η, και [[σκλήθρος]], ο (Α [[κλήθρα]] και ιων. τ. κλήθρη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[σκλήθρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) <i>lutter</i>, <i>ludere</i>, <i>ludern</i> «[[κλήθρα]] τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. <i>kl</i><i>ā</i><i>dhr</i><i>ā</i> «[[κλήθρα]]»].
}}
}}