κλαδώδης: Difference between revisions

20
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλᾰδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544.
|lstext='''κλᾰδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων πολλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 544.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαδώδης]], -ῶδες (Α) [[κλάδος]] (Ι)]<br />αυτός που έχει άφθονα κλαδιά.
}}
}}