κισσίον: Difference between revisions

20
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κισσός]]· ἡ [[ἀσκληπιάς]], Διοσκ. 3. 106 (96).
|lstext='''κισσίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κισσός]]· ἡ [[ἀσκληπιάς]], Διοσκ. 3. 106 (96).
}}
{{grml
|mltxt=[[κισσίον]], τὸ (Α) [[κισσός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[κισσός]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ασκληπιάδα]].
}}
}}