κοινωνία: Difference between revisions

21
(T21)
(21)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κοινωνίας, ἡ ([[κοινωνός]]), fellowship, [[association]], [[community]], [[communion]], [[joint]] [[participation]], [[contact]]; in the N. T. as in classical Greek<br /><b class="num">1.</b> the [[share]] [[which]] [[one]] has in [[anything]], [[participation]]; [[with]] the genitive of the [[thing]] in [[which]] he shares: πνεύματος, [[τοῦ]] ἁγίου πνεύματος, [[τῶν]] παθημάτων [[τοῦ]] Χριστοῦ, τῆς πίστεως, Lightfoot); [[τοῦ]] ἱματος [[τοῦ]] Χριστοῦ, i. e. in the benefits of Christ's [[death]], [[τοῦ]] σώματος [[τοῦ]] Χριστοῦ in the (mystical) [[body]] of Christ or the [[church]], ibid.; τῆς διακονίας, [[τοῦ]] μυστηρίου, [[εἰς]] κοινωνίαν [[τοῦ]] υἱοῦ [[τοῦ]] Θεοῦ, to [[obtain]] fellowship in the [[dignity]] and blessings of the Son of God, [[contact]], fellowship, [[intimacy]]: [[δεξιά]] κοινωνίας, the [[right]] [[hand]] as the [[sign]] and [[pledge]] of fellowship (in fulfilling the apostolic [[office]]), Lightfoot); [[τίς]] [[κοινωνία]] φωτί [[πρός]] [[σκότος]]; [[what]] in [[common]] has [[light]] [[with]] [[darkness]]? [[τίς]] [[οὖν]] [[κοινωνία]] [[πρός]] Ἀπολλωνα τῷ [[μηδέν]] οἰκεῖον ἐπιτετηδευκοτι, [[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 14at the [[end]]; εἰ δέ [[τίς]] ἐστι [[κοινωνία]] [[πρός]] Θεούς [[ἡμῖν]], Stobaeus, serm. 28 (i. p. 87, Gaisf. edition)); used of the [[intimate]] [[bond]] of fellowship [[which]] unites Christians: [[absolutely]], [[εἰς]] τό [[εὐαγγέλιον]] added, κοινωνίαν ἔχειν μεθ' [[ἡμῶν]], μετ' [[ἀλλήλων]], [[μετά]] [[τοῦ]] πατρός καί [[μετά]] [[τοῦ]] υἱοῦ [[αὐτοῦ]], [[κοινωνία]] in the N. T. denotes:<br /><b class="num">3.</b> a [[benefaction]] [[jointly]] contributed, a [[collection]], a [[contribution]], as exhibiting an [[embodiment]] and [[proof]] of fellowship (cf. Grimm, Exeget. Hdbch. on Wisd. 8:18, p. 176): [[εἰς]] τινα, for the [[benefit]] of [[one]], ποιεῖσθαι [[κοινωνία]] (to [[make]] a [[contribution]]) [[εἰς]] τινα, [[εὐποιΐα]], Buttmann, § 132,8.)  
|txtha=κοινωνίας, ἡ ([[κοινωνός]]), fellowship, [[association]], [[community]], [[communion]], [[joint]] [[participation]], [[contact]]; in the N. T. as in classical Greek<br /><b class="num">1.</b> the [[share]] [[which]] [[one]] has in [[anything]], [[participation]]; [[with]] the genitive of the [[thing]] in [[which]] he shares: πνεύματος, [[τοῦ]] ἁγίου πνεύματος, [[τῶν]] παθημάτων [[τοῦ]] Χριστοῦ, τῆς πίστεως, Lightfoot); [[τοῦ]] ἱματος [[τοῦ]] Χριστοῦ, i. e. in the benefits of Christ's [[death]], [[τοῦ]] σώματος [[τοῦ]] Χριστοῦ in the (mystical) [[body]] of Christ or the [[church]], ibid.; τῆς διακονίας, [[τοῦ]] μυστηρίου, [[εἰς]] κοινωνίαν [[τοῦ]] υἱοῦ [[τοῦ]] Θεοῦ, to [[obtain]] fellowship in the [[dignity]] and blessings of the Son of God, [[contact]], fellowship, [[intimacy]]: [[δεξιά]] κοινωνίας, the [[right]] [[hand]] as the [[sign]] and [[pledge]] of fellowship (in fulfilling the apostolic [[office]]), Lightfoot); [[τίς]] [[κοινωνία]] φωτί [[πρός]] [[σκότος]]; [[what]] in [[common]] has [[light]] [[with]] [[darkness]]? [[τίς]] [[οὖν]] [[κοινωνία]] [[πρός]] Ἀπολλωνα τῷ [[μηδέν]] οἰκεῖον ἐπιτετηδευκοτι, [[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 14at the [[end]]; εἰ δέ [[τίς]] ἐστι [[κοινωνία]] [[πρός]] Θεούς [[ἡμῖν]], Stobaeus, serm. 28 (i. p. 87, Gaisf. edition)); used of the [[intimate]] [[bond]] of fellowship [[which]] unites Christians: [[absolutely]], [[εἰς]] τό [[εὐαγγέλιον]] added, κοινωνίαν ἔχειν μεθ' [[ἡμῶν]], μετ' [[ἀλλήλων]], [[μετά]] [[τοῦ]] πατρός καί [[μετά]] [[τοῦ]] υἱοῦ [[αὐτοῦ]], [[κοινωνία]] in the N. T. denotes:<br /><b class="num">3.</b> a [[benefaction]] [[jointly]] contributed, a [[collection]], a [[contribution]], as exhibiting an [[embodiment]] and [[proof]] of fellowship (cf. Grimm, Exeget. Hdbch. on Wisd. 8:18, p. 176): [[εἰς]] τινα, for the [[benefit]] of [[one]], ποιεῖσθαι [[κοινωνία]] (to [[make]] a [[contribution]]) [[εἰς]] τινα, [[εὐποιΐα]], Buttmann, § 132,8.)  
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κοινωνία]], Α και δωρ. τ. [[κοινανία]]) [[κοινωνός]]<br /><b>1.</b> [[συμμετοχή]], [[μέθεξη]]<br /><b>2.</b> [[επικοινωνία]], [[επιμιξία]] («γάμου [[κοινωνία]]» — [[γάμος]], [[σύζευξη]])<br /><b>3.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων που συμβιούν σε έναν [[τόπο]] ή σε μια [[εποχή]] και αποτελούν ένα οργανικό [[σύνολο]] (α. «η ελληνική [[κοινωνία]]» β. «η [[κοινωνία]] του μεσαίωνα» γ. «η [[κοινωνία]] του Ναυπλίου»)<br /><b>4.</b> [[σύνολο]] ζώων του ίδιου είδους που συμβιούν ομαδικά («η [[κοινωνία]] τών [[μελισσών]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η πραγματική και νομική [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκονται δύο ή περισσότερα πρόσωπα και μοιράζονται με ιδεατό τρόπο ένα [[δικαίωμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «καλή [[κοινωνία]]» ή «υψηλή [[κοινωνία]]» — οι λεγόμενες ανώτερες κοινωνικές τάξεις<br />β) «Κοινωνία τών Εθνών» — ο [[πρώτος]] με οικουμενικό χαρακτήρα [[διεθνής]] [[οργανισμός]], που είχε συσταθεί με τη Συνθήκη τών Βερσαλιών (1919), είχε [[έδρα]] του τη Γενεύη και αποσκοπούσε στη [[διατήρηση]] της ειρήνης με την ειρηνική [[επίλυση]] τών διακρατικών διαφορών, με την [[εξασφάλιση]] από [[κάθε]] επιθετική [[ενέργεια]] και με την [[ανάπτυξη]] τών διεθνών σχέσεων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «αγία [[κοινωνία]]» ή «[[θεία]] [[κοινωνία]]» — [[θεία]] [[μετάληψη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ομάδα]], [[σύνολο]] προσώπων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σαρκική [[επαφή]], [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> κοινό [[δώρο]], [[συνεισφορά]] ή [[ελεημοσύνη]] («κοινωνίαν τινὰ ποιήσασθαι εἰς τοὺς πτωχούς», ΚΔ).
}}
}}