κολακευτής: Difference between revisions

21
(6_19)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολᾰκευτής''': -οῦ, = [[κόλαξ]], Γλωσσ.
|lstext='''κολᾰκευτής''': -οῦ, = [[κόλαξ]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολακευτής]], ὁ (Α) [[κολακεύω]]<br />[[κόλακας]].
}}
}}