3,252,132
edits
(6_7) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινωφελής''': -ές, [[χρήσιμος]] εἰς τὸ κοινόν, [[ὠφέλιμος]], Γαλην. 14. 296, Φίλων 2. 404. | |lstext='''κοινωφελής''': -ές, [[χρήσιμος]] εἰς τὸ κοινόν, [[ὠφέλιμος]], Γαλην. 14. 296, Φίλων 2. 404. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[κοινωφελής]], -ές)<br />αυτός που ωφελεί την [[κοινωνία]], αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό [[σύνολο]] («κοινωφελή ιδρύματα»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινωφελώς</i> (AM κοινωφελῶς)<br />με τρόπο που ωφελεί την [[κοινωνία]], [[κατά]] τρόπο ωφέλιμο στο κοινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>ωφελής</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ωφελής</i>. Το -<i>ω</i>- [[κατά]] τον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει. Διατηρήθηκε επί [[πλέον]] και στο παρ. του [[ὄφελος]], <i>ὠφελῶ</i>, κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα -<i>ωφελής</i>, και από αυτό πέρασε στα μεταρρημ. παρ. [[ωφέλεια]], [[ωφελήσιμος]], [[ωφέλιμος]]]. | |||
}} | }} |