κόλασμα: Difference between revisions

21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />châtiment, peine.<br />'''Étymologie:''' [[κολάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />châtiment, peine.<br />'''Étymologie:''' [[κολάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κόλασμα]]) [[κολάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που γίνεται για [[επανόρθωση]] κακής εντύπωσης<br /><b>2.</b> [[παρακίνηση]] σε [[αμαρτία]], [[αμάρτημα]], πονηρή [[σκέψη]], σκανδάλισμα, [[πειρασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κολασμός]], [[τιμωρία]] («[[κόλασμα]] τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.).
}}
}}