Κορύβας: Difference between revisions

2,752 bytes added ,  29 September 2017
21
(6_22)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κορύβᾱς''': ῠ, αντος, ὁ, ἱερεὺς τῆς Ρέας ἐν Φρυγίᾳ· ἐν τῷ πληθ. Κορύβαντες. Εὐρ. Βάκχ. 125, κτλ.· συγγενεῖς πρὸς αὐτοὺς [[εἶναι]] οἱ [[Κάβειροι]], Ἰδαῖοι, Δάκτυλοι, Τελχῖνες, καὶ οἱ Κούρητες κατὰ Στράβ. 466· ποιητ. δοτ. πληθ. Κυρβάντεσσι Σοφ. Ἀποσπ. 740, κατὰ τοὺς Παρισιν. κώδικ. παρὰ Duebner., πρβλ. Λυκόφρ. 78, Καλλ. εἰς Δία 46· ― [[ἐπειδὴ]] δὲ αἱ τελεταὶ αὐτῶν συνωδεύοντο μὲ μουσικὴν ἀγρίαν κτλ., ὁ [[Κορύβας]] ἐθεωρεῖτο ὡς [[μέθυσος]] ἢ [[μουσικός]], Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 377Β, Συνεσ. Ἐπιστ. 122. Πρὸς πλήρη πληροφορίαν ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σελ. 1133 κ.ἑξ. ΙΙ. [[ἐνθουσιασμός]], ὁ τῆς ποιητικῆς κ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45.
|lstext='''Κορύβᾱς''': ῠ, αντος, ὁ, ἱερεὺς τῆς Ρέας ἐν Φρυγίᾳ· ἐν τῷ πληθ. Κορύβαντες. Εὐρ. Βάκχ. 125, κτλ.· συγγενεῖς πρὸς αὐτοὺς [[εἶναι]] οἱ [[Κάβειροι]], Ἰδαῖοι, Δάκτυλοι, Τελχῖνες, καὶ οἱ Κούρητες κατὰ Στράβ. 466· ποιητ. δοτ. πληθ. Κυρβάντεσσι Σοφ. Ἀποσπ. 740, κατὰ τοὺς Παρισιν. κώδικ. παρὰ Duebner., πρβλ. Λυκόφρ. 78, Καλλ. εἰς Δία 46· ― [[ἐπειδὴ]] δὲ αἱ τελεταὶ αὐτῶν συνωδεύοντο μὲ μουσικὴν ἀγρίαν κτλ., ὁ [[Κορύβας]] ἐθεωρεῖτο ὡς [[μέθυσος]] ἢ [[μουσικός]], Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 377Β, Συνεσ. Ἐπιστ. 122. Πρὸς πλήρη πληροφορίαν ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σελ. 1133 κ.ἑξ. ΙΙ. [[ἐνθουσιασμός]], ὁ τῆς ποιητικῆς κ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[Κορύβας]], -αντος, θηλ. [[Κορυβαντίς]], -[[ίδος]])<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι Κορύβαντες</i><br />δαίμονες, [[τέκνα]] της μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, [[κυρίως]] ως Ρέας-Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις, θορυβώδη [[μουσική]] και οργιαστικούς χορούς («πρῶτον δὲ φασι Ῥέαν ἡσθεῑσαν τῄ [[τέχνη]] ἐν Φρυγίᾳ μὲν τοὺς Κορύβαντας», <b>Λουκιαν.</b>)<br />(αρχ. (ως προσηγορικό) <i>ὁ κορύβας</i><br /><b>1.</b> [[εκστατικός]], [[ένθους]], [[έξαλλος]] («δεῑξαι τοῑς καταπεπληγμένοις ὅτι μὴ κορύβαντές εἰσι, [[μηδὲ]] τῶν περὶ τὴν Ῥέαν δαιμόνων», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέθυσος]], μεθυσμένος<br /><b>3.</b> [[ενθουσιασμός]] («[[κίνδυνος]] γὰρ αὐτῇ το τε μέγιστον παρακινῆσαι, καὶ κατενεχθῆναι ἐς τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. νορβ. <i>huerfa</i> «[[στριφογυρίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τους κορυβαντικούς χορούς), [[οπότε]] η αρχική του [[μορφή]] θα [[πρέπει]] να ήταν <i>Κύρβαντες</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κύρβις</i> «[[πινακίδα]] [[στρεπτή]] [[περί]] άξονα») και ο τ. <i>Κορύβαντες</i> να προέκυψε από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τους πολεμικούς χορούς τών Κορυβάντων). Η κατάλ. θυμίζει τα <i>Άβαντες</i>, <i>αλίβαντες</i>. Η [[προέλευση]] της κορυβαντικής λατρείας οδηγεί στη φρυγική [[καταγωγή]] της λέξης.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορυβάντειος]], [[κορυβαντίζω]], [[κορυβαντικός]], [[Κορυβαντίς]], [[κορυβαντιώ]], [[κορυβαντώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κορυβάντιος]]].
}}
}}