κόρος: Difference between revisions

5,309 bytes added ,  29 September 2017
21
(T22)
(21)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κόρου, ὁ ([[Hebrew]] כֹּר), a corus or cor (cf. Josephus (Antiquities 15,9, 2) [[equal]] to [[ten]] Attic medimni ([[but]] cf. B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Weights and Measures [[under]] the [[end]]; F. R. Condor in the Bible Educator, 3:10f): A. V. [[measure]]). (the Sept. (2 Chronicles 27:5).)  
|txtha=κόρου, ὁ ([[Hebrew]] כֹּר), a corus or cor (cf. Josephus (Antiquities 15,9, 2) [[equal]] to [[ten]] Attic medimni ([[but]] cf. B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Weights and Measures [[under]] the [[end]]; F. R. Condor in the Bible Educator, 3:10f): A. V. [[measure]]). (the Sept. (2 Chronicles 27:5).)  
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑM [[κόρος]])<br /><b>1.</b> [[πλησμονή]], [[υπερπλήρωση]] («κόρον ἔχουσ' ἐμῶν κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κορεσμός]], [[χορτασμός]] («πάντων μὲν [[κόρος]] ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αίσθημα]] που ακολουθεί την πλήρη [[ικανοποίηση]] τών ενστίκτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] κόρον» — υπερβολικά, [[μέχρι]] το τελευταίο όριο αντοχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κόρον κτῶμαι» ή «κόρον [[λαμβάνω]]» — ικανοποιούμαι, [[χορταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[υπεροψία]], η [[αυθάδεια]] που προκαλείται από την [[πλησμονή]] αγαθών («τίκτοι τοι [[κόρος]] ὕβριν, [[ὅταν]] κακῷ [[ὄλβος]] ἕπηται ἀνθρώπῳ», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το θ. <i>κορ</i>(<i>ε</i>)- του αορ. <i>κορέ</i>-<i>σαι</i> του ρ. [[κορέννυμι]].———————— <b>(II)</b><br />[[κόρος]], ιων. τ. κοῡρος, δωρ. τ. [[κῶρος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[αρσενικό]] [[παιδί]] από τη νηπιακή [[ηλικία]], [[μάλιστα]] πολλές φορές και [[πριν]] από τη γέννησή του, [[μέχρι]] τη στρατεύσιμη [[ηλικία]], [[αγόρι]] («μηδ' ὅν τινα γαστέρι [[μήτηρ]] κοῡρον ἐόντα φέροι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόροι</i><br />α) οι πολεμιστές, οι στρατιώτες, τα παληκάρια<br />β) οι νεαροί άνδρες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε συμπόσια, θυσίες κ.λπ.<br />γ) (στους Λακεδαιμονίους) η [[τάξη]] τών ιππέων<br /><b>3.</b> (με γενική κύριου ονόματος) [[γιος]] («οἵ τε Θησέως κόροι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> μικρό [[άγαλμα]] ή [[κούκλα]] που χρησιμοποιούσαν στη [[μαγεία]]<br /><b>5.</b> [[κλωνάρι]] δένδρου ή [[βλαστός]] φυτού, [[παραφυάδα]], [[βλάστημα]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πλῆθος]] ἀνθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κορFος</i> και ο τ. [[κόρη]] <span style="color: red;"><</span> <i>κόρFα</i>, [[γεγονός]] που ερμηνεύει την [[εμφάνιση]] -<i>η</i> [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾱ</i> στον ιων. τ. [[κούρη]]<br />το -<i>F</i>- μαρτυρείται και στους μυκηναϊκούς τ. <i>kowo</i> και <i>kowa</i>. Συνδέονται με το θ. <i>κορε</i>- του ρ. [[κορέννυμι]] στην αρχική του σημ. «[[τρέφω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να μεγαλώσει», [[αλλά]] οι [[περαιτέρω]] λεπτομέρειες της διαμορφώσεως τους παραμένουν ασαφείς. Συνδέονται [[επίσης]] με το αρμ. <i>ser</i>- «απόγονοι, [[γενιά]]» και πιο έμμεσα με άλλα ομόρριζα του ΙE <i>ker</i>- «[[αυξάνω]], [[τρέφω]]», στα οποία ανάγονται. Τα περισσότερα παρ. και σύνθ. προήλθαν από τον επικό και ιων. τ. [[κούρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορFος</i> «με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>ρF</i>- και [[αντέκταση]]). Ο τ. [[κόρος]] εμφανίζει μόνο δύο ανώμαλα παρ., τα [[κόριψ]] και [[κόρυξ]]].———————— <b>(III)</b><br />[[κόρος]], ὁ (Α)<br />[[κόρηθρον]], [[σκούπα]], [[σάρωθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]] για υποχωρητ. παρ. του [[κορέω]] (ΙΙ)].———————— <b>(IV)</b><br />ο (Α [[κόρος]]) <b>νεοελλ.</b> (μετρολ.-ναυτ.) παλαιά [[διεθνής]] [[μονάδα]] όγκου για την [[εκτίμηση]] εσωτερικής χωρητικότητας τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Εβραίους) [[μέτρο]] χωρητικότητας ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε με [[δέκα]] αττικούς μεδίμνους («ἑκατὸν κόρους σίτου», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>k</i><i>ō</i><i>r</i> «στρογγυλό [[δοχείο]]»].
}}
}}