κρησέρα: Difference between revisions

21
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρησέρα''': ἡ, καὶ νῦν «κρησάρα», «σίτα», «πυκνάδα», [[κόσκινον]] λεπτόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 991· πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ., [[Πολυδ]]. Ϛʹ, 74., Ιʹ, 114· ‒ ὑποκορ. κρησέριον, τό, [[Πολυδ]]., Ζωναρ. 1256. ΙΙ. [[λεπτὸν]] ἁλιευτικὸν [[δίκτυον]], Φώτ.
|lstext='''κρησέρα''': ἡ, καὶ νῦν «κρησάρα», «σίτα», «πυκνάδα», [[κόσκινον]] λεπτόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 991· πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ., [[Πολυδ]]. Ϛʹ, 74., Ιʹ, 114· ‒ ὑποκορ. κρησέριον, τό, [[Πολυδ]]., Ζωναρ. 1256. ΙΙ. [[λεπτὸν]] ἁλιευτικὸν [[δίκτυον]], Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρησέρα]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κρησάρα]].
}}
}}