κυνόβρωτος: Difference between revisions

22
(6_17)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνόβρωτος''': -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Διογ. Λ. 9. 4.
|lstext='''κῠνόβρωτος''': -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Διογ. Λ. 9. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυνόβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που φαγώθηκε από τα σκυλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώσκω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριό</i>-<i>βρωτος</i>, <i>ιχθυό</i>-<i>βρωτος</i>].
}}
}}