κυητήριος: Difference between revisions

22
(6_4)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυητήριος''': -α, -ον, βοηθῶν, συντελῶν εἰς σύλληψιν, πρόσθετον κ. Ἱππ. 586. 47· ὡς οὐσιαστ., κυητήριον, τό, ὁ αὐτ. 621. 15, κτλ.
|lstext='''κυητήριος''': -α, -ον, βοηθῶν, συντελῶν εἰς σύλληψιν, πρόσθετον κ. Ἱππ. 586. 47· ὡς οὐσιαστ., κυητήριον, τό, ὁ αὐτ. 621. 15, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυητήριος]], -ία, -ον (Α) [[κυώ]]<br />αυτός που συντελεί στη [[σύλληψη]].
}}
}}