3,273,169
edits
(SL_2) |
(22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<br /> <b>1</b> [[repose]] καὶ γὰρ βιατὰς [[Ἄρης]] ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.12) | |sltr=<br /> <b>1</b> [[repose]] καὶ γὰρ βιατὰς [[Ἄρης]] ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.12) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[κῶμα]])<br />[[λήθαργος]], [[βαρύς]] ύπνος (ἦ με [[μαλακὸν]] περὶ [[κώμα]] κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />παθολογική [[κατάσταση]] βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική [[απώλεια]] της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με [[διατήρηση]] όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής<br /><b>αρχ.</b><br />νοσηρή [[τάση]] για ύπνο, ληθαργική [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. <i>k</i><i>ō</i>[[i]]-<i>mņ</i>, συνδεόμενη με το [[κεῖμαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[κοιμάμαι]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[κάμνω]], [[άποψη]] όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν [[νωρίς]] διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. και γαλλ. <i>coma</i>]. | |||
}} | }} |