λάθυρος: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pois chiche, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG origine ignorée ; cf. ttf. <i>lat.</i> lens « lentille ».
|btext=ου (ὁ) :<br />pois chiche, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG origine ignorée ; cf. ttf. <i>lat.</i> lens « lentille ».
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λάθυρος]], πληθ. και λάθυρα, τά)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ψυχανθή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή [[ομοιότητα]] με λέξεις που σημαίνουν «[[φακή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lens</i>, αρχ. σλαβ. <i>lęšta</i>, ρωσ. <i>ljača</i>) δεν αποδεικυύει [[αναγωγή]] σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]], [[ούτε]] παράλληλο δανεισμό από μια [[κοινή]] [[πηγή]]].
}}
}}