3,273,832
edits
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />travail à gages, travail mercenaire ; condition d’un mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />travail à gages, travail mercenaire ; condition d’un mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η<br />(Α [[μισθαρνία]]) [[μίσθαρνος]]<br /><b>1.</b> [[εργασία]] με [[μισθό]]<br /><b>2.</b> [[λήψη]] μισθού, [[είσπραξη]] μισθού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύστημα]] εργασίας [[κατά]] το οποίο ο [[εργοδότης]], στις διαπραγματεύσεις καθορισμού του μισθού, ενδιαφέρεται αποκλειστικά να εξασφαλίσει τον ελάχιστο δυνατό [[μισθό]] για τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτό, [[χωρίς]] κανένα [[ενδιαφέρον]] για τις ανάγκες του, ενώ ο εργαζόμενος επιδιώκει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο [[μισθό]] για την [[εργασία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορνεία]], [[εκπόρνευση]]. | |||
}} | }} |