μονόφορβος: Difference between revisions

25
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόφορβος''': -ον, «[[μόνος]] βοσκόμενος, βόσκων [[μόνος]]» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.
|lstext='''μονόφορβος''': -ον, «[[μόνος]] βοσκόμενος, βόσκων [[μόνος]]» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόφορβος]], -ον (Α)<br />αυτός που βόσκει [[μόνος]] του («[[μονόφορβος]]<br />[[μόνος]] βοσκόμενος, βόσκων [[μόνος]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φορβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φορβή]] «[[τροφή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>φορβος</i>].
}}
}}