μισθοφόρος: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit un salaire, une solde ; <i>subst.</i> soldat mercenaire, soldat <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit un salaire, une solde ; <i>subst.</i> soldat mercenaire, soldat <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μισθοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας [[μισθό]]<br /><b>2.</b> (ως ουσ. συν. στον πληθ.) <i>οι μισθοφόροι</i><br />έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και πολιτικής ομάδας συγκροτημένοι σε ειδικά σώματα ή εντασσόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μισθοφόροι τριήρεις» — πλοία τών οποίων τα πληρώματα αποτελούνταν από μισθοφόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}