μικρόβωλος: Difference between revisions

25
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μικρόβωλος''': -ον, ὁ ἔχων μικρὰς βώλους, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἁδρόβωλος]] Διοσκ. 1, 77, σ. 80.
|lstext='''μικρόβωλος''': -ον, ὁ ἔχων μικρὰς βώλους, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἁδρόβωλος]] Διοσκ. 1, 77, σ. 80.
}}
{{grml
|mltxt=[[μικρόβωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που υπάρχει υπὸ [[μορφή]] μικρών βώλων («[[μικρόβωλος]] [[σμύρνα]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βῶλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>βωλος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>βωλος</i>].
}}
}}