3,243,582
edits
(6_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάγειος''': [ᾰ], -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[λαγῷος]], λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3. | |lstext='''λάγειος''': [ᾰ], -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[λαγῷος]], λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λάγειος]], -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) [[λαγώς]]<br />αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |