λάκτισμα: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />coup de talon, ruade;<br /><i>fig.</i> outrage.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />coup de talon, ruade;<br /><i>fig.</i> outrage.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[λάκτισμα]]) [[λακτίζω]]<br />[[χτύπημα]] με το [[πόδι]], [[κλότσημα]], [[κλοτσιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα, [[ιδίως]] για ίππο) απότομο [[τίναγμα]] τών [[πίσω]] ποδιών, [[τσίνισμα]]<br /><b>2.</b> (για [[πυροβόλο]] όπλο) απότομη [[κίνηση]] [[προς]] τα [[πίσω]] [[κατά]] την [[εκπυρσοκρότηση]], [[ανατροχασμός]], [[κλότσημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (στο [[ποδόσφαιρο]]) «εναρκτήριο [[λάκτισμα]]» — το πρώτο [[κλότσημα]] της μπάλας με την [[έναρξη]] του αγώνα.
}}
}}