3,274,216
edits
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />babillard, bavard;<br /><i>Cp.</i> [[λαλίστερος]], <i>Sp.</i> [[λαλίστατος]].<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[λάσκω]]. | |btext=ος, ον :<br />babillard, bavard;<br /><i>Cp.</i> [[λαλίστερος]], <i>Sp.</i> [[λαλίστατος]].<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[λάσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (AM [[λάλος]], -ον, Α ποιητ. τ. [[λαλιός]], -ά, -όν και [[λαλόεις]], -εσσα, -εν)<br /><b>1.</b> [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], πολύ [[ομιλητικός]] («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ [[λάλος]]», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, [[θορυβώδης]], [[ηχηρός]] («το λάλο [[ανάβρυσμα]] κρατεί του βράχου η [[νερομάννα]]», Γρυπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λάλος]]<br />ο [[θόρυβος]] από συγκεχυμένες φωνές, η βοή, η [[οχλοβοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λαλεί, που ομιλεί («ἐγὼ γὰρ [[λάλος]], οὐκ ἀνδριὰς [[εἶναι]] [[βούλομαι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που κάνει ομιλητικούς τους ανθρώπους («λάλον Φοίβου [[ὕδωρ]]», Ανακρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λάλον</i><br />α) [[φωνή]], [[λαλιά]], [[ομιλία]]<br />β) ύφος λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] του <i>λαλῶ</i>. Οι τ. [[λαλιός]] και [[λαλόεις]] [[είναι]] ποιητικοί και προήλθαν με μεταπλασμό <span style="color: red;"><</span> [[λάλος]]. | |||
}} | }} |