λατρεύς: Difference between revisions

22
(6_8)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λατρεύς''': έως, ὁ, [[ἐπιμίσθιος]] [[ὑπηρέτης]], Λυκόφρ. 393.
|lstext='''λατρεύς''': έως, ὁ, [[ἐπιμίσθιος]] [[ὑπηρέτης]], Λυκόφρ. 393.
}}
{{grml
|mltxt=[[λατρεύς]], -έως, ὁ (Α) [[λάτρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που υπηρετεί κάποιον επί μισθώ, [[θεράπων]], [[δούλος]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> αφοσιωμένος σε κάποιον, [[λατρευτής]].
}}
}}