λάσταυρος: Difference between revisions

22
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάσταυρος''': ὁ, ἐπίθ. τοῦ κιναίδου, [[καταπύγων]], Θεοπόμπ. Ἱστ. 249· πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41· ― λάστρις ἀναφέρεται ὡς ὑποκορ. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 159. 30. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «Λάσταυροι· οἱ περὶ τὸν ὀρρὸν δασεῖς, καὶ πόρνοι τινὲς ὄντες». (Ἴδε ἐν λέξ. λάω Β· περὶ τοῦ τύπου πρβλ. θησαυρός, Κένταυρος).
|lstext='''λάσταυρος''': ὁ, ἐπίθ. τοῦ κιναίδου, [[καταπύγων]], Θεοπόμπ. Ἱστ. 249· πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41· ― λάστρις ἀναφέρεται ὡς ὑποκορ. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 159. 30. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «Λάσταυροι· οἱ περὶ τὸν ὀρρὸν δασεῖς, καὶ πόρνοι τινὲς ὄντες». (Ἴδε ἐν λέξ. λάω Β· περὶ τοῦ τύπου πρβλ. θησαυρός, Κένταυρος).
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσταυρος]], ὁ (Α)<br />[[κίναιδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάστη]], [[κατά]] το [[κένταυρος]]].
}}
}}