λαφυρεύω: Difference between revisions

22
(6_23)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰφυρεύω''': λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).
|lstext='''λᾰφυρεύω''': λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).
}}
{{grml
|mltxt=[[λαφυρεύω]] (Α) [[λάφυρον]]<br />[[λεηλατώ]], [[διαγουμίζω]], [[αρπάζω]] [[λάφυρα]] («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ [[λαός]]... ἐφ' ἡμέρας [[τριάκοντα]]», ΠΔ).
}}
}}