λάσιον: Difference between revisions

22
(6_3)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάσιον''': [ᾰ], τό, δασὺ λινοῦν [[ὕφασμα]], Σαπφὼ (89) παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 74· [[λάσιον]] ἐπιβεβλημένος Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4.
|lstext='''λάσιον''': [ᾰ], τό, δασὺ λινοῦν [[ὕφασμα]], Σαπφὼ (89) παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 74· [[λάσιον]] ἐπιβεβλημένος Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] σκληρού υφάσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]»].
}}
}}