λάλλαι: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />petits cailloux.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />petits cailloux.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λάλλαι]], αἱ (Α)<br />βότσαλα σε [[ακρογιαλιά]] ή σε όχθη ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαλῶ</i>, με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα].
}}
}}