λεοντόθυμος: Difference between revisions

22
(6_17)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεοντόθῡμος''': -ον, λεοντόκαρδος, Βυζ.
|lstext='''λεοντόθῡμος''': -ον, λεοντόκαρδος, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[λεοντόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει το [[θάρρος]] του λιονταριού, [[λεοντόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπό</i>-<i>θυμος</i>, <i>βορβορό</i>-<i>θυμος</i>)].
}}
}}