λιβάς: Difference between revisions

1,498 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />tout liquide s’épanchant goutte à goutte <i>en parl. de l’eau d’une source, de larmes</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]].
|btext=άδος (ἡ) :<br />tout liquide s’épanchant goutte à goutte <i>en parl. de l’eau d’une source, de larmes</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑM)<br />λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στάζει, [[σταλαγμός]] υγρού, [[ιδίως]] νερού<br /><b>2.</b> [[είδος]] στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από [[αγγείο]] που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό την [[επίδραση]] της θερμότητας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λιβάδες</i><br />α) ρυάκια (α. «λιβάσιν ὑδρηλαῑς παρθένου πηγῆς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πολλαὶ δακρύων λιβάδες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) έλη, στάσιμα νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λιβάς]] [[νυμφαία]]» — καθαρό πηγαίο [[νερό]], <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λίψ</i>, [[λιβός]] «[[ρεύμα]], [[ρυάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[λιβάς]], -[[άδος]], ὁ (Μ)<br />[[λιβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[λιβάς]] (<i>ἡ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}