3,253,652
edits
(Autenrieth) |
(23) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=adv., [[grazing]]; βάλλειν χεῖρα, Od. 22.278†. | |auten=adv., [[grazing]]; βάλλειν χεῖρα, Od. 22.278†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λίγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με απλή [[επαφή]], ακροθιγώς («[[βάλε]] χεῑρ' ἐπὶ καρπῷ [[λίγδην]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λίγδην]] και οι τ. [[λίγδα]], [[λίγδος]] συνδέονται μορφολογικά, [[μολονότι]] δεν έχουν άμεση σημασιολογική [[συνάφεια]]. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>lig</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>leig</i>- «[[σιχαμένος]], [[γλιστρώ]]» και συνδέονται με κελτ. και γερμ. λέξεις τών οποίων η αρχική σημ. [[πρέπει]] να ήταν «[[τρίβω]], [[γλιστρώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλδ. [[fo]]<i>sligim</i> «[[επαλείφω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>sl</i><i>ī</i><i>hhan</i> «[[γλιστρώ]]», αρχ. ιρλδ. <i>slige</i> «[[χτένι]]», ρωσ. <i>slizkij</i> «[[ολισθηρός]]», λατ. <i>lima</i> «[[λίμα]]»). Κατά τον Ευστάθιο, οι τ. ανάγονται σε ένα ρ. [[λίγω]], το οποίο μαρτυρείται μόνο από αυτόν και πλάστηκε πιθ. από τον ίδιο για να ερμηνεύσει τον σχηματισμό τους]. | |||
}} | }} |