λευκάλφιτος: Difference between revisions

23
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκάλφῐτος''': -ον, ὡς ἐπίθετ. τῆς Ἐρετρίας, ἡ παράγουσα λευκὰ ἄλφιτα, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 160Β.
|lstext='''λευκάλφῐτος''': -ον, ὡς ἐπίθετ. τῆς Ἐρετρίας, ἡ παράγουσα λευκὰ ἄλφιτα, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 160Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκάλφιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει [[λευκό]] [[κριθάρι]] («Ἐρέτριαν ὡρμήθημεν εἰς λευκάλφιτον», Σώπατρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλφιτον]] «[[κριθάρι]]»].
}}
}}