λιγνυώδης: Difference between revisions

23
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιγνυώδης''': -ες, [[πλήρης]] λιγνύος, καπνοῦ, [[αἰθαλώδης]], [[μέλας]] τὸ [[χρῶμα]], Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1110.
|lstext='''λιγνυώδης''': -ες, [[πλήρης]] λιγνύος, καπνοῦ, [[αἰθαλώδης]], [[μέλας]] τὸ [[χρῶμα]], Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1110.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιγνυώδης]], -ῶδες (AM) [[λιγνύς]]<br />αυτός που μοιάζει με καπνό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[καπνιά]], [[αιθαλώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μαύρο [[χρώμα]].
}}
}}